οργκαντίνα
Смотреть что такое "οργκαντίνα" в других словарях:
οργαντίνα — και οργκαντίνα, η λεπτό και διαφανές ύφασμα για γυναικεία φορέματα, συνήθως κολλαρισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. organdi] … Dictionary of Greek
οργαντίνα — και οργκαντίνα, η λεπτό και διαφανές ύφασμα για γυναικεία φορέματα, συνήθως κολλαρισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. organdi] … Dictionary of Greek